- ἑξηκοντάκι
- ἑξηκοντάκιindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξηκοντάκις — (AM ἑξηκοντάκις, Α και τ. ἑξηκοντάκι) [εξήκοντα] επίρρ. εξήντα φορές … Dictionary of Greek